ὑετοῦ

ὑετοῦ
ὑ̱ετοῦ , ὑετός
rain
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υετός — ο / ὑετός, ΝΜΑ η βροχή νεοελλ. 1. (μετεωρ.) το σύνολο τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, εκτός τών νεφών 2. φρ. «ημέρα υετού» (μετεωρ.) ημέρα κατά την οποία παρατηρούνται ένα ή περισσότερα φαινόμενα υετού αρχ. (κυρίως) ραγδαία, ορμητική και… …   Dictionary of Greek

  • PLUVIALE Vestimentum — occurrit apud Ael. Lamprid. in alexandro Severo, c. 27. Paenulis intra urbem causâ frigoris ut senes uterentur permisit, quum id vestimenti genus semper itinerarium aut pluviale fuisset. A plavia, quod non nisi hôc tempore gestaretur; ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • ψάκαστρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) «βούτορον ψάκαστρον νιφάδ ὑετοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάζω + επίθημα τρον (πρβλ. στέγασ τρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”